- σοφιστής
- ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης, ιστορίας, μουσικής, φιλοσοφίας και ιδίως ρητορικής και τής τέχνης τού λόγου, όπως ήταν ο Πρόδικος, ο Γοργίας, ο Πρωταγόρας κ.ά. («τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῡντας σοφιστὰς αποκαλοῡσι», Ξεν.)2. (στους μετέπειτα χρόνους) επαγγελματίας δάσκαλος που δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και δεν αναζητούσε την αλήθεια, αλλά με την ευγλωττία του προσήλκυε μαθητές και τους δίδασκε το νικάν εν λόγοις μετερχόμενοι ακόμη και ανέντιμα μέσα (α. «ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῑ ἐξαπατήσει ὑμᾱς», Πλάτ.β. «ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὔσης», Αριστοτ.)3. συνεκδ. αυτός που εξαπατά με λόγια, που πλανεύει με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης («γόητα καὶ σοφιστήν», Αριστοφ.)νεοελλ.αυτός που προβάλλει σοφιστικά επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί σοφιστικούς συλλογισμούςαρχ.1. αυτός που κατέχει τη σοφία ή ξέρει καλά την τέχνη του, ικανός, έμπειρος, καλά εξασκημένος σε κάτι2. ο δημιουργός τού σύμπαντος («πάνυ θαυμαστον λέγεις σοφιστήν», Πλάτ.)3. (σχετικά με ζητήματα τού καθημερινού βίου) συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος4. αυτός που διαπρέπει στη φιλοσοφία, που εισηγείται ή συμπληρώνει μια φιλοσοφική θεωρία, δάσκαλος τής φιλοσοφίας ή μιας επιστήμης («Σωκράτην μὲν τὸν σοφιστὴν ἀπεκτείνατε», Αισχίν.)5. (στους χρόνους τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) ρητοροδιδάσκαλος, ρήτοραςβ) πεζογράφος6. τιμητικό επίθετο σε επιταφίους7. καθένας από τους βραχμάνους δασκάλους τής θεολογικής φιλοσοφίας8. φρ. α) «σοφιστὴς πημάτων» — εφευρέτης, επινοητής δυστυχιών και συμφορώνβ) «οἱ ἑπτὰ σοφισταί» — οι επτά σοφοί («Σόλων τῶν ἑπτὰ σοφιστών ἐκλώθη», Ισοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζομαι. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σοφίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.